- κατατανύω
- κατατᾰνύω,A = κατατείνω, h.Bacch.34 (in [dialect] Ep.[tense] aor. 1 καττάνῠσαν), Hp. Fract.14, 44.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατατανύω — κατατανυω (Α) τεντώνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τανύω «τεντώνω»] … Dictionary of Greek